- εκατόλογα
- και κατόλογα, τα (Μ ἑκατόλογα και κατόλογα)1. δημοτικό ερωτικό τραγούδι που έχει εκατό στίχους ή δίστιχα τού οποίου πολλές παραλλαγές υπάρχουν σε διάφορα μέρη τής Ελλάδας2. φρ. «Εκατόλογα τής αγάπης» — είδος τών αριθμητικών δημωδών ασμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.